- ἔχαδε
- χανδάνωtake inaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χανδάνω — Α (επικ. τ.) 1. χωρώ, περιλαμβάνω («ἕξ δ ἄρα μέτρα χάνδανεν [ὁ κρητήρ]», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. α) (για πρόσ.) περιορίζω («Ἥρη δ οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον» η Ήρα δεν μπορούσε να περιορίσει την οργή της στο στήθος, Ομ. Ιλ.) β) είμαι ικανός («κεκραξόμεσθά γ … Dictionary of Greek